μαρκάρισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. μαρκάρω + κατάλ. -μα]. 1. η τοποθέτηση σήματος, ιδίως σε βιομηχανικά προϊόντα: «μόλις τελειώσετε το μαρκάρισμα, μπορείτε να στείλετε τα προϊόντα στο τελωνείο». 2. η δουλειά του μαρκαδόρου (βλ. λ.): «δεν είναι εύκολο πράγμα να ’σαι στο μαρκάρισμα, γιατί διαχειρίζεσαι ένα σωρό λεφτά». 3. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου, μπάσκετ) παρεμπόδιση του αντίπαλου παίχτη, ώστε να μην μπορέσει να αναπτύξει το παιχνίδι του: «ο τάδε είναι άφταστος στο μαρκάρισμα»·
- της κάνω στενό μαρκάρισμα, την πολιορκώ επίμονα για να συνάψω μαζί της ερωτικές σχέσεις: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε, της κάνει στενό μαρκάρισμα, αλλά αυτή είναι ανένδοτη»·
- της ξηγιέμαι στενό μαρκάρισμα, βλ. φρ. της κάνω στενό μαρκάρισμα·
- του κάνω στενό μαρκάρισμα, τον παρενοχλώ συστηματικά μέχρι να πετύχω το σκοπό μου, ιδίως μέχρι να του αποσπάσω κάποιο όφελος: «του κάνει στενό μαρκάρισμα για να του πάρει κάτι λεφτά που του χρειάζονται». Από την ποδοσφαιρική ορολογία·
- του ξηγιέμαι στενό μαρκάρισμα, βλ. φρ. του κάνω στενό μαρκάρισμα.